Τζοβάνι ντα Μιλάνο

Τζοβάνι ντα Μιλάνο
(Giovanni da Milano, επονομαζόμενος Τζοβάνι ντι Τζάκομο ντι Γκουίντο ντα Κόμο). Ιταλός ζωγράφος του 14ου αι. Επηρεασμένος από την τέχνη του Τζιότο, φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου Ρινουτσίνι της Σάντα Κρότσε στη Φλωρεντία. Οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου Ρινουτσίνι περιλαμβάνουν τους βίους του Ιωακείμ, του Ιησού και της Μαρίας της Μαγδαληνής και θεωρούνται το σημαντικότερο και χαρακτηριστικότερο έργο του. Το 1369 ο πάπας Ουρανός E’ τον προσκάλεσε στη Ρώμη αλλά από τα έργα του της περιόδου αυτής δεν σώθηκε κανένα. Από τα έργα του που σώθηκαν, αξιόλογα είναι και η Παναγία με το Βρέφος καθώς και οι Άγιοι και σκηνές του Ευαγγελίου, που βρίσκονται στη Ρώμη. Τζοβάννι ντα Μιλάνο: Ο Ιωακείμ εκδιώκεται από το ναό. Λεπτομέρεια τοιχογραφίας στο ναό της Σάντα Κρότσε στη Φλωρεντία. Ο καλλιτέχνης, που έζησε το 14o αι., θεωρείται κορυφαίος εκπρόσωπος της λομβαρδικής σχολής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μαζολίνο ντα Πανικάλε — (Masolino da Panicale, 1383; – 1447;). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Τομάσο ντι Κριστόφορο Φίνι (Tommaso di Cristoforo Fini). Εργάστηκε στην Τοσκάνη, στην Ουγγαρία, στη Λομβαρδία και στο Λάτιο και παλαιότερα τον θεωρούσαν δάσκαλο του …   Dictionary of Greek

  • Τζιότο ντι Μποντόνε — (Giotto di Bondone, Κόλε ντι Βεσπινιάνο, Φλωρεντία 1266 – Φλωρεντία 1337). Ιταλός ζωγράφος, ψηφιδογράφος και αρχιοικοδόμος. Μαθητής του Τσιμαμπούε, τον οποίο (όπως αναφέρει η παράδοση και ο ίδιος ο Δάντης σε ένα περίφημο κομμάτι του Καθαρτηρίου)… …   Dictionary of Greek

  • Φόπα, Βιντσέντσο — (1427/30 – 1516). Ιταλός ζωγράφος. Αντί να μιμηθεί τους συγχρόνους του μεγάλους ζωγράφους της Τοσκάνης, προτίμησε την τεχνοτροπία του Τζοβάνι ντα Μιλάνο, του Τομάζο ντα Μοντένα και του Αλτικιέρο, ζωγράφων του 14ου αι., που τον συγκινούσαν με την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αρχέτυπα — Βιβλία που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας έως και το 1501. Τα α. είναιδύο ειδών: ξυλογραφικά και τυπογραφικά. Τα πρώτα τυπώνονταν από ξύλινες πλάκες, πάνω στις οποίες χάραζαν τις λέξεις. Τα δεύτερα είχαν τυπογραφικά κινητά στοιχεία,… …   Dictionary of Greek

  • ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”